- διαλεγόμενος
- διαλέγωpick outpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
оглаголовати — ОГЛАГОЛ|ОВАТИ (11), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Обвинять, оговаривать: или аще раздражить насъ кто ли до||садить ли ог҃лѹѥть. ли налаѥть. (ὅταν… καταλαλήσῃ) ПНЧ 1296, 33–34; ничтоже ино. нъ своихъ золъ началника же и виновна себе быти ѡг҃лѹѥть. (κατηγορήσει)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ANTIPHANES Syrnaeus — vel Rhodius, Comicus mediae Comoediae, vixit Olymp. 93. De Pythagoricorum victu egit, teste Athenaeô l. 4. c. 16. Idem εν Α᾿νταιῳ περὶ τῆς τῶ φιλοσόφων τρυφεροτητος διαλεγόμενος citatur ab eodem Athenaeo l. 12. c. 2. Fuêre autem praeter hunc… … Hofmann J. Lexicon universale
MANICA — a MANIBUS dicta, sive arma intelligas, conser vandis manibus destinata, inter pugnandum: sive vincula, quae manibus iniciuntur: sive denique tegmina, quibus adversus vim frigoris homines muniri solent. In tunicis Manicae olim, utpote mulierum ac… … Hofmann J. Lexicon universale
διάκτορος — διάκτορος, ον (Α) 1. (επίθ. τού Ερμή) αγγελιαφόρος ή ψυχοπομπός 2. διάκονος, υπηρέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη που στον Όμηρο αποδίδεται στον Ερμή (πρβλ. διάκτορος Αργεϊφόντης), ενώ στους μεταγενέστερους ποιητές χαρακτηρίζει την Ίριδα και την Αθηνά. Ως… … Dictionary of Greek
τρυφερότητα — η / τρυφερότης, ητος, ΝΜΑ [τρυφερός] νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού τρυφερού, τρυφεράδα, απαλότητα 2. μτφ. α) στοργή β) ευσπλαγχνία γ) το να είναι κάποιος συναισθηματικός ή ευαίσθητος 3. στον πληθ. οι τρυφερότητες μτφ. ερωτοτροπίες, ζαχαρώματα αρχ.… … Dictionary of Greek